- επιπλατύνω
- ἐπιπλατύνω (Α)πλατύνω πιο πολύ, απλώνω, επεκτείνω («τοῑς ἄκροις τῶν δακτύλων ἐπιπλατύνεται», ΓρηγΝύσα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπλατύνει — ἐπιπλατύ̱νει , ἐπιπλατύνω expand yet more aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιπλατύ̱νει , ἐπιπλατύνω expand yet more pres ind mp 2nd sg ἐπιπλατύ̱νει , ἐπιπλατύνω expand yet more pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλατυνόμενον — ἐπιπλατῡνόμενον , ἐπιπλατύνω expand yet more pres part mp masc acc sg ἐπιπλατῡνόμενον , ἐπιπλατύνω expand yet more pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλατύνεται — ἐπιπλατύ̱νεται , ἐπιπλατύνω expand yet more aor subj mid 3rd sg (epic) ἐπιπλατύ̱νεται , ἐπιπλατύνω expand yet more pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλατυνόμενος — ἐπιπλατῡνόμενος , ἐπιπλατύνω expand yet more pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλατύνεσθαι — ἐπιπλατύ̱νεσθαι , ἐπιπλατύνω expand yet more pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλατύνων — ἐπιπλατύ̱νων , ἐπιπλατύνω expand yet more pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)